-
1 καταμύσσω
A tear, scratch, κατὰ δὲ Χρόα καλὸν ἀ. Theoc.6.14;καλὸν ἄμυξε κάτα ῥέθος AP7.218
(Antip. Sid.): c. acc. cogn., μεγάλας ἀμυχὰς κ. Phryn.Com.3.6 (anap.):—[voice] Med., καταμύξατο Χεῖρα ἀραιήν she scratched her hand, Il.5.425;μέτωπον καὶ ῥῖνα καταμύσσονται Hdt.4.71
;κὰδ δέ σ' ἀμυξάμεναι AP7.491
(Mnasalc.):—[voice] Pass., ap. Ath.2.70d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμύσσω
См. также в других словарях:
καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] … Dictionary of Greek